στεφάνωση

στεφάνωση
η / στεφάνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [στεφανῶ, -ώνω]
η ενέργεια τού στεφανώνω, στεφάνωμα, στέψη
νεοελλ.
1. ο γάμος, η γαμήλια στέψη
2. μτφ. βράβευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεφάνωση — η στεφάνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφανώσῃ — στεφανώσηι , στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώσηι — στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψη — η / στέψις, εως, ΝΜΑ [στέφω] η ενέργεια τού στέφω, στεφάνωση νεοελλ. 1. η επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο, κατά την οποία αυτός φορεί για πρώτη φορά το στέμμα 2. η τελετή τού γάμου, το στεφάνωμα …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”